- παρήγαγον
- παράγωlead byaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)παράγωlead byaor ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαστιστής — μαστιστής, ὁ (Α) [μαστίζω] αυτός που μαστιγώνει, ο μαστιγωτής («κελευθέντες παρήγαγον οἱ μαστισταί», ΠΔ) … Dictionary of Greek